- πολυεστέρας
- οσυνθετική ένωση που προκύπτει από την αντίδραση πολυβασικών οργανικών οξέων με αντίστοιχες πολυσθενείς αλκοόλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυεστέρας — ο, Ν (χημ. τεχνολ.) 1. συν. στον πληθ. οι πολυεστέρες συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, που παράγονται με ποικίλες αντιδράσεις, όπως είναι η πολυσυμπύκνωση μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ, η πολυσυμπύκνωση ενός διεστέρα με μια… … Dictionary of Greek
πολυεστεροποίηση — η, Ν 1. χημ. συνοπτική ονομασία αντιδράσεων πολυμερισμού, που οδηγεί στον σχηματισμό πολυεστέρων 2. φρ. «άμεση πολυεστεροποίηση» χημ. η αντίδραση πολυσυμπύκνωσης μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυεστέρας + ποιώ. Η… … Dictionary of Greek